αναξιοπαθής

αναξιοπαθής
-ές
αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + -παθής < αορ. ἔπαθον τού πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναξιοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που υποφέρει άδικα: Γνώριζαν πως ήταν αναξιοπαθής, αλλά και με αξιοπρέπεια, γι αυτό τον βοηθούσαν πολύ διακριτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάξιος — (I) α, ο (Α ἀνάξιος, ία, ιον και αττ. ιος, ιον) 1. αυτός που δεν θεωρείται άξιος για κάτι, που έχει ή παθαίνει ή κάνει κάτι παρά την αξία, ανάρμοστα 2. αυτός που δεν τού πρέπει να έχει ή να παθαίνει κάτι 3. ο δίχως αξία, αξιοκαταφρόνητος,… …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπάθεια — η (Α ἀναξιοπάθεια) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] το να υποφέρει, να δεινοπαθεί κάποιος άδικα αρχ. η αγανάκτηση που προέρχεται από άδικα δεινά …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπαθώ — ( έω) (Α ἀναξιοπαθῶ) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] δεινοπαθώ άδικα, χωρίς να φταίω αρχ. αγανακτώ επειδή δεινοπαθώ άδικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”